Ήρθα στον κόσμο και δεν ήθελα, λαχτάραγα κι ας ήξερα πως δύσκολη θα ήταν η διαδρομή· πως πόνους και απογοητεύσεις πολλές θα ήτανε γεμάτη, και το χειρότερο τυφλή θα ήμουν και δεν θα γνώριζα το θαύμα που ήμουν και που ζητούσα.
Σε κάθε καθρέφτη αντανακλούσαν
λάμψεις από την εικόνα μου κι εγώ κομματιασμένη νόμιζα στο Άπειρο πως ήμουν.
Έμοιαζα με το μικρό το κοριτσάκι εκείνο, ξέρεις το χαμένο, δακρυσμένο κι απελπισμένο που χίλια κομμάτια σωρός
ανάκατα μπροστά του...
Του δώσαν το παιχνίδι μα εκείνο τους κανόνες ξέχασε, και τώρα…
Τι να τα κάνει όλα τα τυχάρπαστα κομμάτια; εκτός από να τα ανακατεύει και να τα κοιτάει έντρομη, ξανά και ξανά…
Είναι μόνο του, αναρωτιέται για το νόημα
Είναι παιχνίδι; Ή μήπως κάτι άλλο σοβαρό και σπουδαίο;
Αν τα ενώσει τα κομμάτια θα δει άραγε τη μεγάλη εικόνα;
Ή μήπως δεν υπάρχει τίποτα εκεί να δει;
Κι ο χρόνος γίνεται κόσμος,
ο κόσμος γίνεται ψεύτικος.
Αν δεν μπορείς να βαδίζεις σε μια ευθεία με τα μάτια σφαλιστά, Τι νόημα έχει να βάζεις την απέραντη σκέψη
σε γραμμή, σε σειρά, σε παρέλαση; Το κορίτσι φοβισμένο γίνεται γυναίκα ακολουθώντας το χρόνο γραμμικά, αναπόφευκτα νομίζει.
Κι όμως, αν το Φως γεννάει Φως
γεννάει και σκοτάδι…
κι εγώ βρίσκω Εμένα
σε Όλα Μαζί.
Comments